Ο Βλαχογιώργος με τον Μάνδαλο ήρθαν στα μέρη των Φουσιανών να κλέψουν καμιά γίδα. Νύχτα ήταν και ανέβαιναν την πλαγιά προς τη θέση Κάρακλας ψηλότερα από το συνοικισμό στου Στάρδου. Πέρα μακριά στα μέρη του Βάλτου κατά το χωριό Αυλάκι ακούστηκε μια ντουφεκιά. Κάποιος πυροβόλησε μέσα στη νύχτα.
-Ωχ με βάρεσαν, είπε βογκώντας βαριά ο Βλαχογιώργος.
-Πού μωρέ μπάρμπα Γιωργάκη, ρώτησε ο Μάνδαλος.
-Με βάρεσαν πίσω στην πλάτη, ξανάπε ο Βλαχογιώργος.
Έκατσε κατάχαμα ο Βλαχογιώργος.
-Τρέχει το αίμα ορέ Θωμά μ’ έπνιξε, πλημμύρισε το τσαρούχι, ξανάπε ο Βλαχογιώργος.
Βάρεσαν εκεί με τον πυριόβολο ψάχνοντας να βρουν το αίμα μέσα στο σκοτάδι. Δεν βρήκαν τίποτε, δεν υπήρχε αίμα.
-Πονάς ορέ μπάρμπα Γιώργο; ρώτησε ο ανεψιός του.
-Είναι γλυκό το βόλι ορέ Θωμά, απάντησε ο Βλαχογιώργος.
Τι είχε όμως πράγματι συμβεί; Ο Βλαχογιώργος είχε ένα παγούρι του στρατού γεμάτο με νερό μέσα στον τορβά. Γύρισε το παγούρι με τη γούλη κάτω και άρχισε να χύνεται το νερό. Ο Βλαχογιώργος όμως δεν πήρε είδηση ότι έσταζε το παγούρι, πάρα μόνο όταν γέμισε με νερό το τσαρούχι του. Έτυχε τότε να ακουστεί και η ντουφεκιά και έτσι δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι τραυματίστηκε!
Του Βασιλείου Γ. Χαλαστάνη
"ΠΡΑΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΥΘΥΜΕΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου