Ο Μπαλάσκας με τον Κώστα Τσαλαβρή έρχονταν απ’ την Αμφιλοχία (πρώην Καρβασαράς) στο χωριό μας. Κοιμήθηκαν στο Σακαρέτσι και το επόμενο πρωί κίνησαν για τα Βρουβιανά. Στο έμπα του χωριού έκαναν τόκα (συναντήθηκαν) με κάποιο Βρουβιανίτη.
-Καλώς τα παιδιά, καλημέρισε ο κάτοικος του Βάλτου.
-Καλωσηύραμε, απάντησε ο Μπαλάσκας.
-Από πού ορέ λεβέντες, ξαναρώτησε ο πρώτος.
-Μμμμ εμείς πατριώτη απ’ τα Τζουμέρκα είμαστε τεχνίτες, ξαναπάντησε ο Μπαλάσκας. Πάμε για τα Άγραφα, μάθαμαν ότι έχει δουλειές ο τόπος.
-Μωρέ κι εδώ έχουμε δουλειές ξανάπε ο Βρουβιανίτης. Εγώ το σπίτι μου κτίζω κι έφτασα ως τα πέταβρα (ξύλινα σανίδια στέγης). Να βρω τεχνίτη για το σκέπασμα ψάχνω. Μπας και κατέχετε από σκεπές;
-Μμμμ κιο βασικά σκεπές βάζουμε είπε με στόμφο ο Μπαλάσκας, χωρίς να έχει ιδέα από τέτοια πράγματα. Αυτή είναι η τέχνη μας. Ο Τσαλαβρής λιανοψιχάλιζε τα στενόμακρα ματάκια του.
Συμφώνησαν στα γρήγορα την τιμή και ο άνθρωπος τους ανέθεσε το έργο χωρίς άλλες διατυπώσεις.
-Δίνε πλάκες αβέρτα, πρόσταξε τότε ο Μπαλάσκας το Ζαχάκη. Οι πλάκες πήγαιναν κι έρχονταν. Φαπ, φαπ, φαπ, φαπ, τσιακ, τσιακ, τσιακ, τσιακ. Όπως τις άρπαζε ο αρχιτεχνίτης της ψευτιάς κατευθείαν τις απίθωνε στα ξύλινα σανίδια. Σε κάμποση ώρα πέρασαν από τη μέση του έργου. Ο Βρουβιανίτης τους κοίταζε με απορία. Αναρωτήθηκε αν πράγματι κατείχαν την τέχνη ή ήταν τίποτες απατεώνες.
-Ορέ παιδιά τους λέει, κατέχετε από σκεπές αλήθεια, γιατί σαν πολύ γρήγορα μου φαίνεται ότι το
προχωράτε;
-Κιο μας προσβάλεις τότε απάντησε μονομιάς ο Μπαλάσκας. Εμείς είμαστε τεχνίτες με πτυχίο, δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι! Άμα έχεις αντίρρηση, τότε σταματάμε επί τόπου χωρίς άλλες κουβέντες. Πλήρωσέ μας το διάφορο και σε χαιρετάμε!
-Όχι, όχι ορέ παιδιά ξανάπε ο έρμος ο ιδιοκτήτης. Ο πόνος με κάνει και το λέω. Τη φαμελιά μου θέλω να στεγάσω μέσα, να απογωνιάσω λίγο απ’ το δρολάπι και το κρύο.
-Σώθηκες ορέ αδελφέ απάντησε ο Μπαλάσκας, δεν βρίσκονται εύκολα τεχνίτες τέτοιοι σαν εμάς.
Η δουλειά πλησίαζε προς το τέλος. Πέρα μακριά στα βουνά της Βρεστενίτσας (Πηγές Άρτας) φάνηκε ένα μικρό σύννεφο.
-Βιάσου, βιάσου λέει ο Μπαλάσκας στον Τσαλαβρή, γιατί καταφθάνει από ώρα σε ώρα ο «μηχανικός»! Ο άλλος τον κοίταξε απορημένος.
-Έρχεται η βροχή ορέ Ζαχάκη και θα μας πιάσουν οι Βαλτινοί να μας γδάρουν ζωντανούς, άμα δουν ότι τους κοροϊδέψαμε.
Πέρασαν το γεφύρι της Τέμπλας και πήραν τον ανήφορο για την Τσερνόκα, όταν έπιασε η νεροποντή στα Βρουβιανά. Στάθηκαν κάτω από ένα φουντωτό πουρνάρι, κάθισαν και αγνάντευαν μέχρι να κρατήσει η μπόρα.
-Ρίξε όσο θέλεις τώρα, είπε ο Μπαλάσκας, απευθυνόμενος στα ουράνια. Τώρα που ριχτήκαμε δώθε ποιος μας πιάνει! Δεν ξέρω τι πόρο θα λαβαίναμε αν δεν προκάναμε και μας έπιανε ο «μηχανικός» επί τόπου!
Του Βασιλείου Γ. Χαλαστάνη
"ΠΡΑΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΥΘΥΜΕΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου