Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

0 Οι κυργιαρίνες..

Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας
Πριν μισό αιώνα και βάλε, όταν έμπαινε για τα καλά ο χειμώνας, άκουγα τους παππούδες, που ζεσταίνονταν στο φωτογόνι, να λένε για τα κυργιαρινο-κυνήγια τους: "Τέτοια εποχή, πριν το πόλεμο, όταν ο καιρός “δέρνεταν” για χιονιά και φύσαγε τσβούρα, μαύριζε ο ουρανός από κυργιαρίνες, ψευδά και γκζάκια, που στρώνονταν να βοσκήσουν σ΄ όποια πλάγια και σύραχα εύρισκαν αμαλα(γ)ιά. Εκεί, απ΄ τα χαράματα, στήναμε τ΄ αγκίστρια και μέχρι το βράδυ γεμίζαμε τον τρουβά με κυργιαρίνες. Πιάναμε τόσες πολλές, που όσες περίσσευαν, γιατί νηστεύαμε κιόλας, τις παστώναμε μέσα σε ταλαράκια για να τις φάμε αργότερα. Τώρα χάλασε το πράγμα, δεν είναι τόσες πολλές κι ας απαγορεύονται τ΄ αγκίστρια".
Αυτά ακούγαμε και φούντωνε μέσα μας ο εκκολαπτόμενος κυνηγός. Έτσι από πολλοί μικροί, με την βοήθεια των μεγάλων, ξαμολιόμασταν στα πλάγια κι έστηνε ο καθένας τα δικά του αγκίστρια. Παρά τα περιορισμένα μπουλούκια κυργιαρίνων, το βράδυ που τα μαζεύαμε η καρδιά μας φτεράκιζε, όταν από μακριά βλέπαμε τα πρώτα πιασμένα πουλιά να φτεροκοπούν απεγνωσμένα και η αγαλλίαση
συμπληρώνονταν με αυτά που ψόφαγαν από τ΄ αγκίστρι. Βέβαια δεν έλλειπαν και τα φαγωμένα από τα γεράκια, καθώς και τα ξεταϊσμένα αγκίστρια από τους κομπογιάννους. Όταν πιανόταν κανένας από δαύτους, στεναχωρούμασταν γιατί ήταν τόσο μικρός, που δεν μπορούσαμε να τον βασανίσουμε για το κακό που μας έκανε.
Αυτά λέω και γω σήμερα στα παιδιά μου και στ΄ αγγόνια μου –αν είχα- και αφού γκουγκλάρω τη λέξη τσίχλα, τους τη δείχνω στην οθόνη του υπολογιστή. Να την δουν εκ του φυσικού σχεδόν αποκλείεται, γιατί σπάνια πετάει καμμιά στον ουρανό και σπανιότερα τα παιδιά βγαίνουν να περπατήσουν στη φύση.

Δεν υπάρχουν σχόλια :