Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας
“Ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται” έλεγαν κάποτε. Αρκετές ήταν οι χαρές των παλιών νοικοκυραίων, κυρίως τις μεγάλες νύχτες του χειμώνα.
Πρώτον χόρταιναν τον ύπνο, όμως με μια παρενέργεια: την απρογραμμάτιστη παιδοποιία. Η γυναίκα, όπως και τα υπόλοιπα ζώα έπρεπε να γεννούν στο έμπα της άνοιξης. Άνθρωποι που έχουν γενέθλια στο τέλος του καλοκαιριού είναι προϊόν δεκεμβριανών ερώτων. Όμως αλλοίμονο στο νοικοκύρη, που το καλοκαίρι η γαϊδούρα κι η γυναίκα του ήταν γκαστρωμένες.
Δεύτερον τις γαστριμαργικές επιθυμίες προκαλούσε το γεμάτο κελάρι και τα γιοματάρια στα βαρέλια. Στιγμές φαγοποτικής και αισθησιακής ευδαιμονίας περνούσε ο νοικοκύρης δίπλα στο φωτογόνι, με την κυρά του, το σουφλιμά, το αχνιστό ψωμί και το αδρή μπρούσκο κρασί. Ευτυχώς που υπήρχε η νηστεία του σαραντάημερου κι έτσι εξοικονομούνταν τα τρόφιμα για να βγει ο χειμώνας.
Τρίτον κάθε σοβαρός άντρας το χειμώνα περνούσε ώρες πολλές στο καφενείο. Στον οικογενειακό
προϋπολογισμό ήταν ενταγμένη μια ανελαστική δαπάνη τα “φοραβία”, δηλαδή τα καφενειακά έξοδα το ανδρός.
Στο μεσοπόλεμο, ο Γαρούφης είχε δυο μεγάλα κουσούρια: ποτέ δεν του περίσσευαν πιστώσεις για φοραβία και πάντα του άρεσε ο καφές στο καφενείο. Έτσι από το Δεκέμβρη ακόμα όταν παράγγελνε τον καφέ του συμπλήρωνε: “γράψτον και θα τον πληρώσω άμα πουλήσω τα κατσίκια”. Όμως οι μήνες περνούσαν κι ο λογαριασμός ανέβαινε. Γεννήθηκαν τα κατσίκια, μεγάλωσαν, τα πούλησε μα το χρέος όχι μόνο παρέμεινε αλλά αυγάταινε κιόλας (κάτι σαν το σημερινό χρέος μας!). Ώσπου κατά τον Ιούνιο αγανάχτησε ο καφετζής και μια μέρα, εκεί που περνούσε η Γαρούφαινα καβάλα στο γαϊδούρι της, το κατάσχει. Όλο το καλοκαίρι τόβγαλε ζαλιγκωμένη η Γαρούφαινα και έλεγε όταν τη ρωτούσαν: “Όλο το χειμώνα ρούφα-ρούφα ο Γαρούφ΄ς πάει του γ΄μάρ”
Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου