Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

0 Η ποδεσιά μας..

Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιαράς
Δύσκολη υπόθεση να βγάλει παλιά κάποιος το χειμώνα. Εκτός από τον διατροφικό αναφακά, τα μάλλινα ρούχα του, τα τσόλια του, το... αντιανεμικό σπίτι ήθελε και τη στεγανή ποδεσιά του, που ίσως ήταν η πιο δύσκολη απ΄ όλες τις άλλες φροντίδες, γιατί αυτό δεν πέρναγε από το δικό του χέρι, αλλά από το χέρι του τσαγκάρη.
Η γύμνια κι η ξυπολησιά ήταν εκφράσεις έσχατης ένδειας. Ξυπόλητον όμως, στην κυριολεξία, μόνο ως παρατσούκλι έχω υπ΄ όψιν μου. Κανένας δεν μπορεί να περπατήσει “ξυπόλητος στ΄ αγκάθια” και τα τρόχαλα των βουνών. Όμως επειδή η στεγανότητα της όποιας ποδεσιάς ήταν ανύπαρκτη, ένας μεγάλος και μη αντιμετωπίσιμος εχθρός ήταν οι βροχές και κυρίως τα νεροκολόκυθα του χειμώνα, όταν έλιωναν τα χιόνια και το παγωμένο νερό έμπαινε μέσα και κρουστάλιαζε τα πόδια.
Από το μεσοπόλεμο και πίσω, σε κάθε αναπτυγμένη κοινότητα των βουνών υπήρχαν οι τσαγκάρηδες, που έφτιαχναν και πόδεναν τον κόσμο με καλά και γερά μαστορικά παπούτσια, σκαρπίνια κι αρβύλια και παλιότερα με μαστορικά φουντάτα τσαρούχια.
Όμως τo κλασσικό λαϊκό φτηνό πόδεμα ήταν το γουρουνοτσάρουχο, με ποιητή τον κάθε νοικοκύρη. Προσωπικά με τέτοια ποδεσιά μπήκα και τέλειωσα το μεγάλο νηπιαγωγείο στα χωράφια και στις στάνες, στα βοσκοτόπια και τους λόγγους.

Μεταπολεμικά στο χωριό δεν είχε απομείνει κανένας από τους προπολεμικούς τσαγκάρηδες. Μόνο κάποιοι μπαλωματήδες υπήρχαν και μαστόρευαν τα ακριβά πέτσινα παπούτσια του εμπορίου.
Έτσι άρχισα και τέλειωσα το δημοτικό με μαύρα ελαστικά βρωμοπάπουτσα –μάρκας ελβιέλα και αλυσίδα- κάτι σαν τα λάστιχα των αυτοκινήτων.
Με ανοικονόμητες χωροφυλακίστικες αρβύλες, κακέκτυπο των μαστορικών αρβυλιών, μπήκα στο ημιγυμνάσιο της Δομνίστας. Ποδοβολώντας στα καλντερίμια του χωριού σπίθιζαν τα στουρνάρια από την προκαδούρα τους. Ευτυχώς που ο χωροφύλακας κορόιδεψε τον πατέρα μου και οι αρβύλες ήταν ψεύτικες και γλύτωσα γρήγορα απ΄ αυτές. Η υπόλοιπη μαθητική μου ζωή κύλησε με “μοδάτα” σκαρπινοειδή πλαστικά, που ήταν τα βρωμερότερα παπούτσια όλων των εποχών και άλλα φτηνιάρικα παπούτσια της αγοράς.
Με τέτοια “ποδεσιά” και με λειψή την αρματωσιά της μόρφωσης, πώς να πορευτούμε στον καινούργιο βιομηχανικό κόσμο, που μεγαλουργούσε στους κάμπους και στις πόλεις μακριά και χωρίς εμάς; Ακόμα και τώρα αισθάνομαι ένας ανάπηρος τσοπάνος, ακόμα και σήμερα από ενστικτώδη παρόρμηση αγοράζω το φτηνότερο παπούτσι της αγοράς, το οποίο στη συνέχεια πετάω.
Έτσι πορευτήκαμε “μια ζωή γυμνοί και ξυπόλητοι” που λέει ο λόγος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :