Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

0 Ο Μάρτης και οι ..βλάχισσες "γριές"

Γράφει ο Γιώργος Αθανασιάς
Ο Μάρτης, κατά πως λένε, τα παλιά τα χρόνια, δεν είχε τριάντα μία ημέρες. Είχε λιγότερες. Ήταν ο μικρότερος μήνας του χρόνου. Ήταν κάτι σαν τον σημερινό Φλεβάρη δηλαδή.
Εκείνον τον αλαργινό καιρό, ο Φλεβάρης είχε τριάντα μία ημέρες και ο χειμώνας του ήταν βαρύς. Βαρύς; Φαρμάκι πικρό μαζί και δηλητήριο ήταν. Δηλητήριο δίχως αντίδοτο. Όλες οι μέρες του ήταν φορτωμένες με κρύα, με κρούσταλλα, με βροχές, με χιόνια και με αέρηδες γερούς. Η μια ήταν χειρότερη απ’ την άλλη κι όλες τους μαζί συνταίριαζαν, ύφαιναν, κεντούσαν κι έφτιαχναν τη βαρυχειμωνιά.
Ενώ ο Μάρτης… ο Μάρτης «Μαρτάκος» ήταν. Απ’ τη μια λιγοκοπιά στις μέρες, απ’ την άλλη τράνευε και η μέρα, άντε κάμε μετά χειμώνα. Κάμε χειμώνα, να σε σκιαχτεί η πλάση και να σε λογαριάσει ο κόσμος.
Δε λέω, είχε κι αυτός τις βροχές του, τα χαλάζια του, τα χιόνια του, άντε και κάποια κρύα, αλλά… Όπως και να το κάνεις, δεν τον πολυλογάριαζε ο κόσμος. Δεν είχε την τύλα του Φλεβάρη.
Μια γριά, εκείνου του καιρού γριά, είχε γιδοπρόβατα πολλά και τα βόσκαγε. Στη βοσκή και στα λιβάδια αντάμωσε με μιαν άλλη γριά, συντοπίτισσά της κατά τα φαινόμενα, που κι εκείνη είχε κάμποσα πραματάκια.
Τα πράματά τους βόσκαγαν κι αυτές, γυναίκες ήταν, «την έβρεχαν τη γλώσσα τους». Είπαν το ’να, είπαν τ’ άλλο, το ’φεραν και στ’ αρνοκάτσικα.
«Πώς τα ’χ’ς , κυρά μ’, τα λιανούρια σ’; Πώς τα ξιχείμασις φέτους; Είν’ πιανούμινα; Τσίμπ’σαν κλαράκ’ ή β’ζαίνι ακόμα; Τ’ς βάν’ς κουμαρούλα…; Φιλ’κάκ’…; Ιλατάκου…;».
«Τι να σ’ που, κυρούλα μ’; Φέτους; Νια χαρά τα ’χου φέτους…! Πουτέ μ’ δεν τα ’χα έτσ’…! Πουτέ δεν τα ’χα τόσου καλά…! Φέτους, έβγαλαν έναν χ’μώνα θάμα…! Τράνιψαν μαναχά; Θηρία γίν’καν…!
Κακό μάτ’ να μην τα ιδεί, τόσου κιρουφουριμένα είν’…! Κι τώρα… τώρα, π’ τιλειών’ κι αυτός ου κακουρίζ’κους, αυτός ου γρουσού’ης ου Μάρτ’ς, π’ να πάει στα τσακίδια τ’ κι να μη ματαγυρίσ’, τώρα… τώρα, είν’ που ’ν’ καλά…! Κι δω π’ τα λέμι, σάμπους τι μπουρεί να μας κάμ’ τώρα; Νια μέρα τ’ απόμ’κι…! Ταχιά έχ’…! Να ’του, έφτασι ου Απρίλ’ς…! Πριτς, Μάρτ’…!».
«Αυτό λέου κι ιγώ, κυρά μ’…! Πάει, τώρα…! Βγήκι ου Μάρτ’ς…! Κι να θιλέσ’ να κάμ’ κακόκιρου, δεν προυκάν’…! Κιο ιάτου ιά…! Πάει καλιά τ’ ου χ’μώνας…! Ταχιά, έχουμι άν’ξ’, μπαίνουμι στουν Απρίλ’…!».
Αυτά είπαν οι δυο γριές κι άμα άργωσε η ώρα, χώρισαν… Πήγε η κάθε μια στο γρέκι της.
Ο Μάρτης, όμως, που ’τυχε να διαβαίνει από κει, έκατσε και κρυφάκουσε. Τις άκουσε τι είπαν σε βάρος του και το ’δεσε κόμπο. Φουρκισμένος, πήγε στο μεγαλύτερο αδερφό του. Πήγε στον αγαπημένο του Φλεβάρη.
«Αδερφέ», το και το, του λέει. «Έχω χάσει την αξία μου, πάει και η υπόληψή μου…! Ούτε οι γριές δε με λογαριάζουν πια…! Γι’ αυτό… γι’ αυτό, αδερφέ μου, σε παρακαλώ, δώσε μου τρεις μέρες…! Τρεις μερούλες μόνο…! Τρεις μέρες μου αρκούν, μου σώνουν και μου φτάνουν…! Θέλω, να τους δείξω ποιος είναι ο Μάρτης…! Θέλω, να τις κάμω να μην ξανασηκώσουν κεφάλι τις παλιόγριες…!».
Ο Φλεβάρης, σαν μικρό και χαϊδεμένο που τον είχε, τον αγάπαγε πολύ το Μάρτη και του την έκαμε τη χάρη. Μετά χαράς, του ’δωσε τις μέρες, που του ζήτησε.
Πήρε ο Μάρτης τις τρεις μέρες και πήγε, ίσια, στον καιρό.
«Άκουσε δω», του είπε. «Θέλω, μέσα στις τρεις μέρες που δανείστηκα απ’ το Φλεβάρη, να ρίξεις τουλούμια τις βροχές και μπόγια τρανά τα χιόνια…! Θέλω, να κάμεις κρούσταλλα, βοριάδες, παγωνιές…! Θέλω, να μη μείνει ποδάρι ζωντανό από πράμα…! Θέλω να δείξεις στις γριές τι εστί Μάρτης και τι πάει να πει χειμώνας…!».
Δεν ήθελε να μείνει και δεν έμεινε.
Ο καιρός, έβαλε όλα του τα δυνατά κι έριξε χιόνια πολλά. Έκαμε κρύα αβάσταχτα. Φύσηξε αέρηδες τρανούς. Ούτε ο Γενάρης, μήτε ο Φλεβάρης έκαμαν ποτέ τέτοιον βαρύ χειμώνα.
Οι γριές, απροετοίμαστες όπως ήταν για τόσο κακό καιρό, έχασαν όλα τους τα ζωντανά. Δεν τους έμεινε ούτε ένα. Δεν τους έμεινε ούτε ένα αρνάκι, για να το ’χουν συντροφιά. Κι έμειναν οι «κ’ρούνες» κι έκλαιγαν τη μοίρα τους την κακιά, την τύχη τους την ανάποδη και τον τρανό, τον ανερμάτιστο, τον άκρατο εγωισμό τους.
Από κείνον τον παλιό καιρό, τις τρεις τελευταίες μέρες του Μάρτη –με το παλιό, βέβαια, ημερολόγιο –ο λαός μας τις αποκαλεί «γριές» και τις θεωρεί μέρες εκδίκησης. Πιστεύει, ότι είναι οι μέρες, που ο Μάρτης τις δανείστηκε επίτηδες απ’ τον Φλεβάρη, για να εκδικηθεί. Για να εκδικηθεί τις βλάχισσες γριές, που τόσο πολύ τον πρόσβαλαν.
(Απόσπασμα από το βιβλίο μου: ΚΟΥΤΣΟΚΕΦΑΛΑ, ΜΥΘΟΙ, ΘΡΥΛΟΙ ΚΑΙ ΜΟΥΡΑΠΑΔΕΣ. Εκδόσεις Οιωνός).
Καλό μήνα σε όλες, άντε και σε όλους, έστω και με τριήμερη καθυστέρηση.
Βλέπετε στη Μουτσιάρα δεν έφτασε ακόμα ο «πολιτισμός». Κι ευτυχώς, γιατί παραμένει φανταχτερό το χθες, ανενόχλητη της ερημιάς η ησυχία και αναλλοίωτος ο πολιτισμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :