Μια φορά ο Κωτσιούλας Ζηνέλης έκοψε 18 πρόβατα του Κώστα Καραγιώργου στη θέση Αγριοκορομηλιές στα θερινά βοσκοτόπια της Παλιόστρουγκας. Τα σαλάγησε τον κατήφορο προς το Νεροπλάτανο κι από εκεί τα έριξε στη θέση Χωράφι, που είχε μετέπειτα στάνη ο Κουκοράβας, και τέλος τα κατέβασε στα Διπόταμα. Ο Θωμάς Χαϊδής από την Απάνω Αγριόβριζα βλέποντας το περιστατικό μονολόγησε: Βάρα τον μωρέ στο κεφάλι και μου το απιστόμισε το καρδάρι! (Εννοούσε τον Καραγιώργο, ο οποίος είχε πολλά πρόβατα, ξεκαλοκαίριαζε στο Πλαΐτσι και έκλεβε συνέχεια απ’ το κοπάδι του Χαϊδή και τα σούβλιζε). Ο Κωτσιούλας οδήγησε τα πρόβατα στα Σελιπιανά (σημ. Καταφύλλι) της Καρδίτσας, όπου τα πούλησε για 800 δραχμές τότε.
Ο Μπαλάσκας πληροφορήθηκε ότι ο Κωτσιούλας είχε χρήματα και πόσα ακριβώς. Κίνησε λοιπόν και να ’σου έφτασε στον Μαχαλά του Βασιλεσίου. Μπαίνει στο σπίτι του Κωτσιούλα και τον χαιρετάει. Έπειτα κάθεται σε μια άκρη αμίλητος. Γυρίζει ο Κωτσιούλας, τον βλέπει λυπημένο και πέφτει στην παγίδα:
-Ορέ μπάρμπα Γιώργο στενοχωρημένο σε βλέπω ή λαθεύω; τον ρωτάει.
Δίχως να χάσει καιρό ο Μπαλάσκας του απαντάει: Τι να κάνω ορέ ανιψιέ, το κουμπούρι μου πουλάω
αλλά δεν θέλω σε ξένου τη ζωστήρα να κρέμεται! Θέλω σε δικού μου χέρια να παινεύεται. Μακάρι να το ’δινα σε δικό μου άνθρωπο.
-Για να το δω από κοντά του λέει ο Κωτσιούλας.
-Τι θέλεις να το δεις, Μαυροβούνιστα σκέτη, από οπλαρχηγούς του ’21 (του 1821) κρατιέται, απαντάει ο Μπαλάσκας.
Το περιεργάζεται ο Κωτσιούλας από δω κι από κει και τσιμπάει σαν το ψάρι στο δόλωμα.
-Πόσο το πουλάς ορέ μπάρμπα Γιώργο;
-Μμμ είσαι εσύ ανιψιόκα ειδ’ αλλιώς κάτω από 800 δραχμές δεν θα το’ δινα.
-Ε μωρέ ακριβό είναι του λέει ο Κωτσιούλας.
-Ε καλά δόσμου 600 δραχμές και το παίρνεις. Έτσι έκλεισε η συμφωνία και ο Κωτσιούλας αγόρασε το παλιοκούμπουρο του Μπαλάσκα!
Του Βασιλείου Γ. Χαλαστάνη
"ΠΡΑΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΥΘΥΜΕΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου