Λόγια και ιστορίες της Πρασιάς
Ήταν κάποτε ένας που είχε την αλλόκοτη συνήθεια να κλάνει χωρίς σταματημό. Έτρωγε τριψάνα γιδόγαλο βρασμένο με μπομπότα ψωμί και κατέβαινε στο καφενείο.
Γύριζε τότε από παρέα σε παρέα και σαν άνοιγε τον πυροβολητή των αερίων δεν τον παράβγαινε ούτε εκτοξευτήρας ασφυξιογόνων. Τέτοιο και τόσο πολύ δηλητήριο εκτόξευε. Ούτε βόμβες Ναπάλμ τον έφταναν. Η κατάσταση γινόταν από Κυριακή σε Κυριακή ανυπόφορη.
Έφτασαν στο σημείο οι υπόλοιποι θαμώνες να φεύγουν από το καφενείο μόλις τον έβλεπαν να καταφθάνει. Όποιος τολμούσε ποτέ να εκφέρει μια αντίρρηση, μια διαμαρτυρία έστω, λάβαινε αμέσως την απάντηση:
-Το ’χω χούι (συνήθεια).
-Ορέ λεβέντη μας απούμωσες!
-Το ’χω χούι και πάλι ήταν η απάντηση.
Δεν ήταν δα και εύκολο να τα βάλει κανένας μαζί του, γιατί ήταν ένα ντερέκι κοντά στα δυο μέτρα ύψος με κάτι χερούκλες σα φτυάρια και μια γκλίτσα από αγριελιά στο δεξί χέρι πάντα. Το σκέφτονταν πολύ κανένας να του αντιτείνει έστω και μια λέξη. Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο.
Μια Κυριακή έφτασε στο χωριό ο αποσπασματάρχης με τους χωροφυλάκους. Σχόλασε η Εκκλησία και βγήκαν οι συγχωριανοί μας στο καφενείο.
-Έχετε κανένα πρόβλημα εδώ στο χωριό, ρώτησε ο αποσπασματάρχης τον προεστό του χωριού μας.
Σκέφτηκε εκείνος λίγο και εκεί του ήρθε η ιδέα.
-Εδώ κύριε προϊστάμενε έχουμε ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα και λύση δεν μπορούμε να δώσουμε.
-Μιλήστε μου, απάντησε ο χωροφύλακας, ποιο είναι το πρόβλημα κι αν εμπίπτει στις αρμοδιότητές μας θα δρομολογήσουμε τη λύση του!
Οι παριστάμενοι εξέθεσαν με συντομία τα καθέκαστα. Ο υπαίτιος κλήθηκε σε απολογία. Και πάλι όμως ενώπιον του αποσπασματάρχη απάντησε ότι το έχει χούι. Γρήγορα βρέθηκε δεμένος πισθάγκωνα στο κατώι του Χαρίλαου Κουτέρη. Σαν τον πέρασαν στο φάλαγγα πόσες ξυλιές άρπαξε κανένας δεν ξέρει. Τον έκαναν οι χωροφύλακες οκτακόσιες οκάδες στο ξύλο, κατά το κοινώς λεγόμενο του χωριού μας.
Πέρασε χρόνος πολύς. Ο παράξενος συγχωριανός δεν ξαναφάνηκε στο καφενείο. Αισθητή ήταν η απουσία του. Επιτέλους οι θαμώνες βρήκαν την ησυχία τους. Δεν είχαν πλέον το φόβο μήπως σερβιριστούν με τα καφεδάκια του φτωχού τσοπάνου. Αρκούνταν μόνο στα καφεδάκια του καφενείου.
Μια μέρα φάνηκε ο παλιός τους φίλος. Τα αυτιά όλων τεντώθηκαν, και τα ρουθούνια άνοιξαν, για να οσμιστούν τον αέρα τριγύρω. Εκείνος αδιάφορος γύριζε από τραπέζι σε τραπέζι όρθιος. Καμιά εκπυρσοκρότηση όμως δεν σημειώθηκε στο χώρο. Στο τέλος κάποιος τόλμησε να τον ρωτήσει:
-Τι θα γίνει ορέ λεβέντη δεν θα μας απολύσεις από καμία σήμερα;
-Μπααα, τόκοψα το χούι, απάντησε μονομιάς εκείνος!
Του Βασιλείου Γ. Χαλαστάνη
"ΠΡΑΣΙΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΥΘΥΜΕΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου