Σάββατο 16 Μαΐου 2015

0 Ο Τόλιας των αγρών..

Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιαράς
Έχει πλημυρίσει το f/b με διάφορα βιντεάκια, που αποθανατίζουν τα κατορθώματα των σαλονάτων γάτων. Γάτοι χοντρόκωλοι και δυσκίνητοι, γάτοι φίλοι με τους ενστικτώδεις εχθρούς τους, τα ποντίκια και τους σκύλους.
Προσωπικά μεγάλωσα με γάτες κι ανδρώθηκα με γάτους. Ο γάτος της εφηβείας μου, που με σφράγισε σαν άντρα, ήταν ο Τόλιας. Χοντροκέφαλος (μόνο ανατομικά) και βαρβάτος (ανατομικά και λειτουργικά) και προπαντός αξιοπρεπής και υγιώς εγωιστής. Είχε αμάχη με τη μάνα μου και τις άλλες γάτες του σπιτιού, ώσπου εγκατέλειψε την οικιακή θαλπωρή αλλά και την υποταγή και την ξεφτίλα. Πήρε τα μάτια του κι έφυγε στην ζούγκλα της ελευθερίας του.
Πάει ο Τόλιας. Θρήνος εγώ, κρυφόγελα η μάνα μου. Χάθηκε για τρία χρόνια. Όμως όταν ξεπατώθηκε η γάτα η παρδάλω, που τον κυνηγούσε ανηλεώς, μια νύχτα που λυσσομανούσε ο βοριάς, κάποιος βρόντηξε κι άνοιξε το τσαγκάνι της πόρτας. Ήταν ο Τόλιας, δεν είχε ξεμάθει ν΄ ανοίγει μόνος του τη πόρτα. Έσφαξα τον μόσχον τον σιτευτόν (ως ελάχιστη τιμή για την επιστροφή του) και μετά ζούσαμε ευχάριστα και δημιουργικά και οι δυο, αυτός την τρίτη ηλικία του και γω τη πρώτη.
Τυχερός ο νιος, που βρίσκει έναν πολύπειρο και πολύπαθο δάσκαλο!
Πέθανε η γιαγιά –θειά της μάνας μου- καλοκάγαθη γειτόνισσα αλλά και ήρωας και μεγαλομάρτυς στην δυναστεία του παππού. Μετά θάνατον, κάθε πρωί ο παππούς γέμιζε το καντηλάκι της λάδι και το άναβε το βράδυ. Όμως μετά από λίγες μέρες το βράδυ έβρισκε το καντήλι άδειο από λάδι. Βρε τι
γίνετε, βρε αμάν, βρε ζαμάν. Η ψυχή της της θειας σου, έρχεται και πίνει το λάδι, έλεγε στη μάνα μου. Να κι ο φλέτρας που τριγυρίζει! Έλεγε η γυναίκα μου με εκδικείται, καθώς και άλλα παρανοϊκά, ώσπου ένα απόγευμα συλλαμβάνουμε επ΄ αυτοφόρω τον Τόλια ν΄ ανεβαίνει στο τραπέζι και να πίνει το λάδι απ΄ το καντήλι. Ο Τόλιας ήταν δίκαιος, κάπως έπρεπε να πληρώσει κι ο παππούς!
“Bασανίζει το γατσούνι μου, ο γατόγερος!” Ακούω μια μέρα τη μάνα μου να ωρύεται. Αυτοπτώ και βλέπω τον Τόλια να απολαμβάνει με την ώρα την αισθησιακή του ευωχία. Αλλά και η νεαρά γαλή απολάμβανε τούτο πολλαπλασίως. “Mάννα σύνελθε” της λέω.
Ο εξηντάρης είναι ωραίος ως εραστής.
Ως νέος “γνώρισα τα ζώα κι αγάπησα τους ανθρώπους”. Όμως ως εξηντάρης συμφωνώ με τη διατύπωση του Λουντέμη: “γνώρισα τους ανθρώπους και αγάπησα τα ζώα”.

Δεν υπάρχουν σχόλια :