Πέμπτη 24 Μαρτίου 2016

1 Κατσαντώνης:Ο κλέφτης των Αγράφων

Η δράση και το μαρτυρικό τέλος του ηρωικού κλέφτη των Αγράφων,Κατσαντώνη
Γράφει ο Αγραφιώτης
Ο Κατσαντώνης γεννήθηκε στο Μύρεση (Μάραθος ) των Αγράφων μεταξύ των ετών 1773 και 1775.
Ο νονός του, που ήταν ο γνωστός κλέφτης Β. Δίπλας, του έδωσε το όνομα Αντώνης. Το όνομα Κατσαντώνης αποδίδεται στη φράση της μητέρας του “κάτσε Αντώνη”1, με την οποία προσπαθούσε να αποτρέψει το γιο της να βγει στα βουνά κλέφτης. Πρώτη φορά που εκδήλωσε την επιθυμία να πάρει τα βουνά, ήταν όταν κατηγορήθηκε άδικα από έναν Αλβανό μπουλούκμπαση ότι είχε κλέψει μια γίδα. Τότε συνελήφθη και βασανίστηκε με φάλαγγα, μέχρι πουν μπόρεσε ο πατέρας του να συγκεντρώσει αρκετά γρόσια για να τον απελευθερώσει. Ο Κατσαντώνης, σύμφωνα με αναφορές συναγωνιστών του ήταν μικροκαμωμένος με αδύνατη φωνή και ασθενική φύση
Η ΔΡΆΣΗ ΤΟΥ: 
Γύρω στα 1800, 25ετής περίπου, ο Κατσαντώνης σκότωσε τον Αλβανό που τον κατηγόρησε και κατέφυγε μαζί μ' άλλους δέκα συντρόφους του, μεταξύ των οποίων και τους τρεις αδελφούς του, Γεώργιο (Χασιώτη), Χρήστο και Κώστα (Λεπενιώτη), στα λημέρια του θείου και νονού του Β. Δίπλα, στα Άγραφα.
Λίγους μήνες μετά ο Δίπλας του παραχώρησε την αρχηγία. Σύντομα η δράση του έγινε γνωστή στον Αλή, ο οποίος έστειλε εναντίον του το δερβέναγα Ελιάζ μπέη με 300 Αλβανούς. Η σύγκρουση έγινε έξω από το χωριό Τριφύλλα της Ευρυτανίας την άνοιξη του 1803. Το σώμα του Κατσαντώνη τους
εξόντωσε όλους μαζί με το δερβέναγα. Η επιτυχία αυτή έκανε έξαλλο τον Αλή, που διέταξε και συνέλαβαν ως ομήρους τους γονείς του ατρόμητου Σαρακατσάνου. Δυο-τρεις βδομάδες αργότερα τους σκότωσε με φρικτά βασανιστήρια. Από τότε ο Αλή, μανιασμένος γιατί του ξέφευγε αυτό το “αγκάθι” έστελνε συνεχώς στρατιωτικά σώματα να τον εξοντώσουν.

Έτσι το 1804 ο Κατσαντώνης συνέτριψε το σώμα του Γιουσούφ Αράπη σκοτώνοντας τους περισσότερους από τους 150 Αλβανούς του. Συγχρόνως ελευθέρωσε και όσους Χριστιανούς είχαν συλλάβει οι αλβανικές συμμορίες- αποσπάσματα. Το 1805 διεύρυνε τις συμμαχίες του κάνοντας στρατιωτική συμφωνία με το Νικοτσάρα. Το επόμενο έτος συνέτριψε στην Ι. Μ. Τατάρνας το σώμα του Χασάν Μπελούση, ενώ εν συνεχεία αντιμετώπισε με επιτυχία το απόσπασμα του Αλή Μπεράτη (Αύγουστος 1806). Τον μεγαλύτερο κίνδυνο αντιμετώπισε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς στη σύγκρουσή του με το ισχυρό σώμα (500 Τουρκαλβανοί) του απεσταλμένου του Αλή, Μπεκίρ Τζογαδούρ. Η μάχη δόθηκε στη θέση Ληστής της επαρχίας Βάλτου και κράτησε πάνω από μια ώρα. Όταν ο Κατσαντώνης πληγώθηκε στο μηρό, οι επαναστάτες υποχώρησαν προς τα ορεινά.
Ένας πρακτικός γιατρός από τους συμπολεμιστές του, ο Θανάσης Ντουφεκιάς έκανε ότι μπορούσε. Όμως, επειδή ένα μήνα μετά ο Κατσαντώνης δεν είχε αποθεραπευτεί ακόμη, οι σύντροφοί του τον μετέφεραν στην υπό ρωσική κατοχή Κέρκυρα. Εκεί, σύντομα, αποθεραπεύτηκε πλήρως και κατόρθωσε να συναντήσει τον Έλληνα συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού Εμμ. Παπαδόπουλο και να συζητήσουν τις προοπτικές για έναν ευρύτερο ξεσηκωμό των Ελλήνων σε συνεργασία με τους Ρώσους. Έπειτα επέστρεψε στα Άγραφα κι άρχισε να ξεσηκώνει τους κατοίκους των ορεινών κι όχι μόνο περιοχών της Θεσσαλίας και της Αν. Στερεάς, καλώντας τους σε επανάσταση κατά των Τούρκων και του τυράννου Αλή. Ο Αλή πασάς μαθαίνοντας τα καθέκαστα έδωσε εντολή στον καλύτερο αξιωματικό του, το Βεληγκέκα, να οργανώσει ένα στρατιωτικό σώμα και να εξοντώσει τον ισχυρό αντίπαλό του.
Πράγματι στις αρχές του 1807 ο Βεληγκέκας συγκέντρωσε 1000 ετοιμοπόλεμους Τουρκαλβανούς και κατευθύνθηκε προς τα χωριά του Βάλτου. Η μάχη δόθηκε κοντά στο χωριό Μοναστηράκι. Μόλις όμως άρχισαν οι πρώτες τουφεκιές ο Βεληγκέκας σωριάστηκε νεκρός. Η πλάστιγγα, όπως είναι φανερό, έγειρε προς την πλευρά των Ελλήνων. Οι Αλβανοί χάνοντας πολλούς ενόπλους επέστρεψαν ντροπιασμένοι στα Γιάννινα, όπου αντιμετώπισαν το θηριώδες μένος του Αλή. Τα μεγάλα κατορθώματα του Κατσαντώνη έδωσαν θάρρος και κουράγιο στους ραγιάδες. Είναι χαρακτηριστικά τα δημοτικά τραγούδια που εξύμνησαν τα κατορθώματά του αυτά. Η επόμενη μεγάλη μάχη δόθηκε με τους Αλβανούς του Άγο Μουχουρντάρ, την άνοιξη του 1807, στη διάρκεια της οποίας φονεύτηκε ο θείος του ήρωα, Β. Δίπλας.
Αχ εχετε γεια, μωρέ γεια ψηλά βουνά,
κι εσείς κοντές ραχούλες ραχούλες
,γειά σου Κατσαντώνη μου
,κι εσείς κοντες ραχούλες ραχούλες,
γειά σου καπετάνιε μου.

Αχ Σούλι, Τζουμέ-μωρέ Τζουμέρκα κι Άγραφα,παλικαριών λημέρια αχ λημέρια,
γειά σου Κατσαντώνη μου,
παλικαριών λημέρια αχ λημέρια,
γειά σου καπετάνιε μου.
Αχ τον Κατσαντώνη πιάσανε,
στα Γιάννενα τον πάνε αχ τον πάνε,
γειά σου Κατσαντώνη μου,
στα Γιάννενα τον πάνε αχ τον πάνε,..

ΤΑ ΣΧΈΔΙΑ ΓΙΑ ΕΠΑΝΆΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΌ ΤΈΛΟΣ:
 Τον Ιούλιο του 1807 ο συντ. Παπαδόπουλος και ο Καποδίστριας κάλεσαν σε συγκέντρωση στη Λευκάδα τους κλεφταρματολούς, με σκοπό την προστασία του νησιού από πιθανή εισβολή του Αλή, μιας και ο Αλή είχε ήδη εδραιωθεί στη γειτονική Πρεβεζα. Στη συνέλευση αυτή, εκτός του θέματος της οχύρωσης της Λευκάδας, συζητήθηκε μια μελλοντική εξέγερση των Ελλήνων σε συνεργασία με τους Ρώσους. Χαρακτηριστικό είναι ότι, ύστερα από πρόταση του Καποδίστρια, ο Κατσαντώνης αναγνωρίστηκε γενικός αρχηγός των κλεφτών στη σχεδιαζόμενη εξέγερση, όποτε κι αν αυτή γινόταν.
Έπειτα απ' αυτό επέστρεψε στα λημέρια του, όπου, παρ' όλο που ασθένησε από ευλογιά, τον Ιανουάριο του 1808 νίκησε το σώμα του Αλβανού Χασάν Μπελούση, ενώ αμέσως μετά άρχισε να σχεδιάζει ένα παράτολμο εγχείρημα: να χτυπήσει τον Αλή στο σπίτι του, στα Γιάννενα.
 Όμως, με την υγεία του συνεχώς επιδεινούμενη, άφησε το πόστο του και, μαζί με τον Χασιώτη κι άλλους πέντε συντρόφους, αποσύρθηκε σε μια σπηλιά κοντά στην Ι. Μ. του Α. Ιωάννου, στο Παλιοκάτουνο, για να αποθεραπευθεί.
 Όμως ένας έμπιστος του Κατσαντώνη, ο Γιάννης Γκούρλιας, πρόδωσε τη θέση του καπετάνιου του στον Μουχουρντάρ. Οι Αλβανοί μετά από σύντομη μάχη συνέλαβαν τον Κατσαντώνη μαζί με το Χασιώτη και τους μετέφεραν στα Γιάννενα. Ο Αλής, πονηρός καθώς ήταν, προσπάθησε στην αρχή να τον δελεάσει με υποσχέσεις και αμοιβές να πάει με το μέρος του. Βλέποντας όμως το ακατάβλητο του χαρακτήρα του, άρχισε να τον απειλεί και να τον βασανίζει ζητώντας του να του αποκαλύψει που είχε κρυμμένους τους ... θησαυρούς του. Ο Κατσαντώνης, αρνούμενος να δελεαστεί από τον Αλή, παραδόθηκε μαζί με τον αδελφό του να θανατωθεί φρικτά και μαρτυρικά με εργαλεία σιδεράδων, στον τόπο των εκτελέσεων στα Γιάννενα.
Ήταν τέλος Σεπτεμβρίου του 1808. Η απώλειά του, σε συνδυασμό με την αποτυχία του κινήματος του Βλαχάβα, στην οποία αναφερθήκαμε σε προηγούμενο άρθρο μας2, είχε αρνητικά αποτελέσματα, στον ψυχολογικό τομέα, για τους ραγιάδες της Δ. Ελλάδας και των Αγράφων.
Βγήκαν Αντώνης στ'; Άγραφα με τον Καραγιαννάκη
Πήγαινε δίπλα στα βουνά δίπλα στα βιλαέρτια.
Γράφουν και στέλνουν μια γραφή σ'; αυτόν τον Βεληγκέκα.
Σε σε Βελή ντερβέναγα , ρεντζάλι του Βεζίρη,
έλα να πολεμήσουμε ψηλά στο Προσηλιάκο.
Να ιδής κλέφτικα σπαθιά , τα κλέφτικα ντουφέκια.
Κι ο Βεληγκέκας τα'; κουσε , βαρύ του κακοφάνει ,
και το ασκέρι έμασε και πάνω του πηγαίνει.

Τι ειν'; το κακό που γίνεται φέτος το καλοκαίρι ,
που βγήκε ο Αντώνης στ'; Άγραφα με τον Καραϊσκάκη.
Πιάνουν γράφουν γράμματα σ'; αυτόν τον Βεληγκέκα.
Και ο Βελής σαν τ'; άκουσε πολύ του κακοφάνει.
Γραμματικέ μου φώναξε , μάσε τα παλικάρια,
ο Κατσαντώνης καρτερεί μεσ'; του πουλιού την βρύση.


1 σχόλιο :

Unknown είπε...

Το άρθρο περιέχει ένα σωρό ανακρίβειες τόσο χρονολογικές όσο και γεγονότων. πχ για τη μάχη με τον Βελιγκέκα που έγινε στο διάσελο "Βελή" στο Προσηλιακό μεταξύ Αγράφων και Γάβρενων (Αγ. Δημήτριος), οπου και σκοτώθηκε ο Βεληγκέκας. Μέχρι τη δεκαετία του 1930 υπήρχε στη Χρύσω το μνήμα -μαυσολείο του και στην άκρη στα Γάβρενα διακρίνονται και σήμερα τα "τουρκομνήματα", όπως τα λένε οι ντόπιοι, των τουρκαλβανών. Επίσης στη Λευκάδα βρέθηκε για τη σύναξη των καπεταναίων που συγκάλεσε ο Καποδίστριας όπου και τον εξέλεξαν και αρχηγό τους μετά απο πρόταση του Καποδίστρια (Ιούλιος του 1807). Περισσότερα και έγκυρα στοιχεία υπάρχουν στα βιβλία του συμπατριώτη μας δημοσιογράφου-λογοτέχνη Δημ. Σταμέλου καθώς και στα απομνημονεύματα του πρωτοπαλίκαρού του Κατσαντώνη Γιάννη Φραγκίστα, κ.α.
Σταύρος Κοσμάς